- κολλυρίου
- κολλῡρίου , κολλύριονpessaryneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… … Dictionary of Greek
θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… … Dictionary of Greek
θεόχριστος — θεόχριστος, ον (Α) 1. αυτός που πήρε χρίσμα από τον θεό 2. το ουδ. ως ουσ. το θεόχριστον είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χριστος (< χρίω), πρβλ. αρτί χριστος, πάγ χριστος] … Dictionary of Greek
καλοκαιριανός — (I) ή, ό [καλοκαίρι] καλοκαιρινός, θερινός. (II) καλοκαιριανός, ὁ (Α) ιατρ. ονομασία ενός κολλυρίου … Dictionary of Greek
κροκώδης — (I) κροκώδης, ῶδες (AM) [κρόκος] αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου αρχ. 1. αυτός που περιέχει κρόκο 2. είδος κολλυρίου. (II) κροκώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κρόκη, με υφάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή»] … Dictionary of Greek
κυκνάριον — κυκνάριον, τὸ (Α) είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία τής φλόγωσης τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
κυνόπτικον — κυνόπτικον, τὸ (Μ) είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + οπτικόν] … Dictionary of Greek
κύθιον — (Α) είδος κολλυρίου … Dictionary of Greek